Τετάρτη, Ιουλίου 19, 2006

Ιστορίες... (IV) - Η δουλειά κάνει τους άντρες



Ο γείτονας ο Λιουμπίνκο λοιπόν, αφού έκοψε τα δέντρα, άφησε τη δουλειά στη μέση και τα αγριόχορτα άκοφτα. "Όλο θέλω να έρθω και όλο δεν έχω χρόνο!" έλεγε, χωρίς να πείθει τη γιαγιά Στάνα που, όταν είμασταν πάλι μεταξύ μας, αναρωτιόταν πώς βρήκε χρόνο για να έρθει να πάρει τα λεφτά. Αποφάσισα λοιπόν να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Ένας άλλος γείτονας, ο μπαρμπα-Ζόραν, θα μου παρείχε τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δουλειά. Στο στρατό απέκτησα εμπειρία στο χειρισμό τόσο των χορτοκοπτικών μηχανών χειρός, όσο και των κλασικών μηχανών κουρέματος του γκαζόν, οπότε υπέθεσα ότι θα τα έβγαζα πέρα χωρίς πολλά προβλήματα.


Οι ψευδαισθήσεις μου διαλύθηκαν όταν ο μπάρμπα-Ζόραν μου έφερε τον "εξοπλισμό", ο οποίος αποτελείτο από ένα μεσαιωνικό δρεπάνι και μια πλακουτσωτή πέτρα για να το ακονίζω. Ήταν ένα από αυτά τα δρεπάνια με τη μακριά ξύλινη χειρολαβή, σαν κι αυτό που απεικονίζεται συνήθως να κρατάει ο χάρος όταν βγαίνει παγανιά. Η χρήση του απαιτεί μια ιδιαίτερη τεχνική και, ομολογουμένως, αν δε μου έδειχνε λίγο ο μπαρμπα-Ζόραν πώς γίνεται, δε θα είχα καταφέρει να κόψω και πολλά πράγματα.

Άρχισα λοιπόν τη δουλειά, άρχισε και ο Ήλιος να ανεβαίνει, ο ιδρώτας να κυλάει, οι παλάμες να βγάζουν φουσκάλες και η μέση να πιάνεται. Κάθε πέντε λεπτά περίπου έπρεπε να σταματάω για να κάνω ένα γρήγορο ακόνισμα της λεπίδας, λίγα περάσματα με το ακόνι, και μετά συνέχιζα.

Άκουγα τους περαστικούς να κουβεντιάζουνε και, χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε, ένιωθα ότι με σχολιάζανε. Σίγουρα η τεχνική μου δεν ήταν άψογη, αλλά η προσπάθειά μου ήταν φιλότιμη και αρκετά αποτελεσματική. Πέρασε και η γυναίκα του Λιουμπίνκο και μου είπε να μην πλησιάζω τόσο πολύ τα μελίσσια, γιατί οι μέλισσες δε συμπαθούν λέει τα δρεπάνια και επιτίθενται πάραυτα. Δεν το ήξερα αυτό, ακούνε λέει οι μέλισσες τον ήχο του δρεπανιού που κόβει τα χόρτα και τα παίρνουν στο κρανίο. Εκτός αυτού, μου είπε ότι δε χρειάζεται να κουράζομαι, θα τέλειωνε τη δουλειά ο άντρας της μόλις
έβρισκε λίγο χρόνο. Ναι, καλά...

Εν πάσει περιπτώσει, μου πήρε περίπου δύο ώρες να καθαρίσω τον κήπο, εκτός από την επικίνδυνη ζώνη γύρω από τα μελίσσια.

Οι απώλειες ήταν μικρές: Το δέρμα στις παλάμες μου, κοντά στα δάκτυλα, το είχε φάει η μαρμάγκα. Η πλάτη μου είχε πιαστεί από την επαναλαμβανόμενη περιστροφή της μέσης, ενώ η τεράστια ελληνική μύτη μου είχε γίνει σα ντομάτα από τον Ήλιο. Μικροπράγματα δηλαδή, μπροστά στο μεγαλείο του φαγητού και της σιέστας που ακολούθησαν.

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

Ιστορίες (ΙΙΙ) - Η θέα στο δρόμο


Να ένας απλός τρόπος να ξεχωρίσεις τους ντόπιους χωριάτες από τους πρωτευουσιάνους παραθεριστές, στην Πρετεζάνα αλλά και αλλού: Τα παιδιά της πόλης θα καθήσουν να αγναντέψουν τη φύση, δηλαδή μια ωραία πλαγιά, ένα ωραίο δάσος, τα νερά μιας λίμνης, το ηλιοβασίλεμα. Οι ντόπιοι, αδιαφορώντας προκλητικά για όλα τα παραπάνω, θα γυρίσουν τις καρέκλες τους προς το δρόμο και θα απολαύσουν τη θέα των διερχόμενων αυτοκινήτων.

Όταν μπήκε η Άνοιξη, η γιαγιά Στάνα, που ήταν ακόμα στην πόλη, παρήγγειλε σε ένα γείτονα, το Λιουμπίνκο, να μπει στον κήπο και να τον καθαρίσει από τα αγριόχορτα - με το αζημίωτο βέβαια. Λίγο καιρό μετά, η γιαγιά μπήκε στο λεωφορείο και ανέβηκε στο χωριό. Μόλις είδε τον κήπο της δεν πίστευε στα μάτια της, παραλίγο να της έρθει νταμπλάς: Τα αγριόχορτα ήταν απείραχτα, αλλά από τον κήπο λείπανε δύο μεγάλα και φουντωτά δέντρα.

"Τώρα μπορείς επιτέλους από το σπίτι σου να βλέπεις το δρόμο," της εξήγησε με καμάρι ο Λιουμπίνκο.

"Μάλλον αυτοί θέλουνε να μπορούν να μας βλέπουν από το δρόμο, είναι περίεργοι, αδιάκριτοι και κουτσομπόληδες," μας είπε αργότερα η γιαγιά, μη μπορώντας ακόμα να χωνέψει τη συμφορά.

Εν πάσει περιπτώσει, για να μην πάει χαμένος ο κόπος του γείτονα, είπα να απαθανατίσω μερικά σχετικά στιγμιότυπα.




Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

Ιστορίες από την Πρετεζάνα (ΙΙ)



Στον κήπο της γιαγιάς Στάνα ξεχωρίζουν οι δύο τεράστιες, επιβλητικές καρυδιές, η μια μπροστά στο σπίτι, αριστερά της εισόδου και η άλλη λίγο παραπέρα, προς τη μεριά του δρόμου. Ο κήπος χωρίζεται από το δρόμο με ένα λευκό φράχτη, κοντά στον οποίο στέκει μια σειρά μελίσσια, που βγάζουν κάμποσο από το μέλι της χρονιάς. Στην απέναντι πλευρά του κήπου, δηλαδή στη δεξιά πλευρά καθώς μπαίνουμε, στέκει μια σειρά από μηλιές, μια κερασιά και κάποια μικρά, φρεσκοφυτεμένα κυπαρίσσια.


Το σπίτι έχει μπροστά στην είσοδο μια μικρή βεράντα, στεφανωμένη από τρεις καμάρες. Εντυπωσιακό για μένα ήταν το πάχος των τοίχων, περιπου 25 εκατοστά, το οποίο προσφέρει καταπληκτική μόνωση. Με άλλα λόγια, ενώ έξω έσκαγε ο τζίτζικας, μέσα είχαμε μια χαρά δροσιά... (Για μας τους μοδέρνους βέβαια υπάρχουν και τα αιρκοντίσιον.)


Σε μια γωνιά του κήπου υπάρχουν τα ερείπια της παραδοσιακής "εξωτερικής" τουαλέτας και, δίπλα στα μελίσσια, το πηγάδι με το κλασικό σύστημα κουβάς-βαρούλκο-μανιβέλα.


Οι τοίχοι του σπιτιού είναι διακοσμημένοι με κάποια πανέμορφα εργόχειρα, φτιαγμένα απο σχοινί και κομμάτια ξύλου, σαν την κουκουβάγια που βλέπετε στη φωτογραφία.


Όταν πέφτει το βραδάκι, ανηφορίζουν από το ποτάμι βατράχια και αράζουν στον κήπο, κάτω από το φως της λάμπας, για να διανυκτερεύσουν. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν αυτό. Μάλιστα, αν δεν προσέξεις, μπαίνουν και μέσα στο σπίτι, οπότε ή πρέπει να αρχίσεις το κυνήγι, ή το παίρνεις απόφαση και κοιμάσαι μετά μουσικής. Είναι πολύ ντροπαλά και δεν κατάφερα να βγάλω καλύτερη φωτογραφία, εντούτοις φαίνεται το βατραχάκι μπροστά στη ρόδα του καροτσιού.


Ο μπέμπης ενθουσιάστηκε με όλα αυτά. Μπορεί να κοιμόταν κάποιες ώρες παραπάνω λόγω ζέστης, αλλά τον υπόλοιπο καιρό περνούσε απίθανα. Του αρέσουν πολύ τα δέντρα, τον αφήναμε λοιπόν στο καροτσάκι του κάτω από μια καρυδιά και, καθώς ο αέρας κουνούσε τα φύλλα, αυτός χαχάνιζε δυνατά ή άπλωνε τα χεράκια του για να τα φτάσει. Πίσω από το κάγκελο ακουγότανε τότε η φωνή της γειτόνισσας:

Nestore! Nestore, mico, gde si bre? Πού είσαι μπρε μικρούλη;

Χαμογελούσα και εγώ και έριχνα τα ντόμπαρ νταν μου.

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

Ιστορίες από την Πρετεζάνα



Η Πρετεζάνα είναι ένα μικρό χωριουδάκι στη Σερβία, γύρω στα 60 χιλιόμετρα δυτικά της Νις. Δεν έχει ούτε πλατεία, ούτε εκκλησία, ούτε μπακάλη και φούρναρη. Για την ακρίβεια, δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από μερικά σπίτια. Δεν υπάρχει σε κάνενα χάρτη και δεν έχει σχέση με τη συνονόματη πόλη στη Βοσνία.



Την προηγούμενη εβδομάδα είχα την ευκαιρία να περάσω εκεί μερικές μέρες φιλοξενούμενος της γιαγιάς Στάνα. Το ταξίδι για το χωριό ήταν αρκετά πολύπλοκο. Προσγειώθηκα στο Βελιγράδι, πήρα το λεωφορείο από το αεροδρόμιο για το κέντρο της πόλης, περπάτησα μέχρι το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων και εκεί πήρα τη γραμμή για Νις μέχρι το Μπλάτσε (περίπου 3 ώρες), όπου με μάζεψαν με το αυτοκίνητο για τα τελευταία 3-4 χιλιόμετρα. Το δυσκολότερο κομμάτι ήταν στο Βελιγράδι, όπου η ζέστη ήταν αφόρητη και οι συνεννόηση στα λεωφορεία δύσκολη. Κάποια υπέροχα κομμάτια της διαδρομής με αποζημίωσαν για την ταλαιπωρία.



Η Πρετεζάνα είναι περιτριγυρισμένη από αγρούς και λιβάδια, ενώ το σύνολο των (ελάχιστων) κατοίκων της ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα περισσότερα σπίτια είναι ισόγεια, με κήπο, στάβλο, αποθήκες, κοτέτσι, κάποιο μικρό περιβόλι και φυσικά χώρο στάθμευσης για το τρακτέρ.



Για έναν άνθρωπο της πόλης, όπως είμαι εγώ, η διαμονή σε ένα τέτοιο μέρος είναι μια εμπειρία έντονη και πρωτόγνωρη. Η επαφή με τη φύση, η επικοινωνία με τους ντόπιους, η ηρεμία και η γλύκα του τοπίου ζωγράφιζαν, μέρα με τη μέρα, ένα όλο και πλατύτερο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.



Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω μερικά στιγμιότυπα αυτών των ημερών. Θαρρώ πως αξίζει τον κόπο.

(Συνεχίζεται)

Free Web Site Counter
University of Phoenix